μερικός -ή -ό Adj.  [merikos -i -o, merikos -h -o]

(16)
(4)
(0)

GriechischDeutsch
Η χορήγηση δημόσιας ενίσχυσης σε ιδιοκτήτες σκαφών που παροπλίζουν οριστικά ένα ή περισσότερα σκάφη τα οποία εντάσσονται σε πρόγραμμα προσαρμογής των στόλων, με στόχο τη ναυπήγηση νέου σκάφους μικρότερης αλιευτικής ικανότητας και κατανάλωσης ενέργειας (εφεξής: μερικός παροπλισμός), επιτρέπεται έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010 σύμφωνα με τους κανόνες οι οποίοι προβλέπονται στο παρόν κεφάλαιο και εφόσον το πρόγραμμα προσαρμογής του στόλου πληροί τις εξής δύο προϋποθέσεις:Eignern von Fischereifahrzeugen, die ein oder mehrere unter ein Flottenanpassungsprogramm fallende Fischereifahrzeuge endgültig stilllegen, um sie durch ein neues Fischereifahrzeug mit geringerer Fangkapazität und niedrigerem Treibstoffverbrauch zu ersetzen (nachfolgend als „teilweise Stilllegung“ bezeichnet), können bis 31. Dezember 2010 nach den in diesem Kapitel festgelegten Vorschriften öffentliche Beihilfen gewährt werden, sofern das Flottenanpassungsprogramm die beiden folgenden Bedingungen erfüllt:

Übersetzung bestätigt

Γενικά, παρατηρήθηκε ένας μερικός περιορισμός της ζημίας λόγω των μέτρων, αλλά σε καμία περίπτωση δεν εξαλείφθηκε.Insgesamt zeigte das Bild, dass die Schädigung durch die Maßnahmen teilweise abgeschwächt, keinesfalls aber beseitigt wurde.

Übersetzung bestätigt

«Εντολή για εσωτερικοποιημένο διακανονισμό που δεν διακανονίστηκε» μη πραγματοποίηση του διακανονισμού ή μερικός διακανονισμός, μιας συναλλαγής επί αξιογράφων κατά την ημερομηνία που έχει συμφωνηθεί από τα ενδιαφερόμενα μέρη, λόγω έλλειψης αξιογράφων ή μετρητών, ανεξάρτητα από την υποκείμενη αιτία.„gescheiterte internalisierte Abwicklung“ eine aufgrund fehlender Wertpapiere oder Barmittel zu dem von den betreffenden Parteien vereinbarten Termin nicht oder nur teilweise erfolgte Abwicklung eines Wertpapiergeschäfts, wobei die zugrunde liegende Ursache unerheblich ist.

Übersetzung bestätigt

Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία μπορεί να περιορίζει εν όλω ή εν μέρει το δικαίωμα πρόσβασης του υποκειμένου των δεδομένων στον βαθμό και για το χρονικό διάστημα που ένας τέτοιος μερικός ή πλήρης περιορισμός συνιστά αναγκαίο και αναλογικό μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των έννομων συμφερόντων του ενδιαφερόμενου φυσικού προσώπου, με σκοπό:Die EUStA kann zu nachstehenden Zwecken das Recht der betroffenen Person auf Auskunft teilweise oder vollständig einschränken, soweit und so lange, wie diese teilweise oder vollständige Einschränkung in einer demokratischen Gesellschaft erforderlich und verhältnismäßig ist und den Grundrechten und den berechtigten Interessen der betroffenen natürlichen Person Rechnung getragen wird:

Übersetzung bestätigt

Στα ΣΠΣ στα οποία εφαρμόζεται μερικός παροπλισμός σε ποσοστό άνω του 33% της αρχικής αλιευτικής ικανότητας του στόλου, η συνολική μείωση της αλιευτικής ικανότητας βάσει του συστήματος προσαρμογής στόλου θα ανέρχεται σε ποσοστό τουλάχιστον 66 %.Bei Flottenanpassungsprogrammen, bei denen die teilweise Stilllegung auf mehr als 33 % der ursprünglichen Flottenkapazität angewandt wird, muss der Gesamt­kapazitätsabbau im Rahmen des Flottenanpassungsprogramms mindestens 66 % betragen.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

  • μερικός (maskulin)
  • μερική (feminin)
  • μερικό (neutrum)


Griechische Definition zu μερικός -ή -ό

μερικός, επίθ.

1)
α) Που αφορά μέρος ενός συνόλου, ο επιμέρους:
ο … πασιάς με μερικήν αρμάδα ήλθεν εδώ εις την Πόλην (Κώδ. Χρονογρ. 49
β) λίγος, λιγοστός:
ω χρόνε κακότατε, … ηθέλησες να μας σβήσεις και το μερικόν φως οπού είχαμεν (Χίκα, Μονωδ. 93
κακώσεις σου αν ακούσω, … μερικότερον να γίνεται τό πάσχω (Λίβ. Sc. 1462 (πβ. μερτικός)
γ) κάποιος, ορισμένος:
Περί δε την ονομασίαν των βουλκολάκων άκουσον μερικόν παράδειγμα (Μάρκ., Βουλκ. 34319
δ) περιορισμένος σε έκταση, ένταση, διάρκεια, κλπ.:
το … σαράγιον, έχον κάστρον μερικόν (Έκθ. χρον. 6621
εγίνην μερικό θανατικό εις τας Σέρρας (Συναδ. φ. 35v· Ωροσκ. 4016
ε) συνοπτικός:
Χρονικόν μερικόν (Byz. Kleinchron. Á 91 τίτλ).
2) Προσωπικός, ατομικός:
γυρεύγει δουλείες εδικές του και όφελος του λόγου του μερικόν (Ροδινός 146
πράγμα δικό του μερικόν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [550]).
3) Μοναδικός:
για πταίσμα μόνον μιας γυναικός και μερικής … όλους μας βασανίζεις (Σουμμ. Παστ. φίδ. Έ [444]).
4) Ιδιαίτερος, εξαιρετικός:
με δόξαν μερικήν όλους τους υπερέβης (Λίμπον. 530).
5) Αρκετός, κάμποσος:
είχεν μερικόν πείσμα (Συναδ. φ. 71v· Αιτωλ., Μύθ. 727).
Το ουδ. ως ουσ. = η επιμέρους ανάπτυξη, εξέταση (ενός θέματος):
ίνα εκ του μερικού του τοιούτου εξηγήματος μέλλῃς κατανοήσαι την τοιαύτην ζήτησιν (Μάρκ., Βουλκ. 34214).
[αρχ. επίθ. μερικός (L‑S, TLG). Η λ. και σήμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback